ακριβοπουλώ

ακριβοπουλώ
και -άω
1. πουλώ κάτι σε υψηλή τιμή, πολύ ακριβά, μοσκοπουλώ
2. προσφέρω κάτι έναντι μεγάλου ηθικού ή υλικού τιμήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο-* + πουλώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακριβοπουλώ — ησα, ημένος, πουλώ ακριβά: Κατάλαβε πως το ήθελα και μου το ακριβοπούλησε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλοπουλώ — και καλοπουλάω πουλώ κάτι εύκολα και σε καλή, ικανοποιητική τιμή, ακριβοπουλώ, μοσχοπουλώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”